- άφτερος
- η , ο1) бескрылый, не имеющий крыльев; 2) неоперившийся
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άπτερος — κ. άφτερος, η, ο (AM ἄπτερος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν έβγαλε ακόμη φτερά, ο απτέρωτος αρχ. (για λόγο) 1. αυτός που δεν έχει λεχθεί, ανείπωτος 2. αυτός που δεν έχει επιβεβαιωθεί, αβέβαιος, αβάσιμος 3. επίθ. της Αθηνάς Νίκης, που εικονιζόταν… … Dictionary of Greek
απτήν — ἀπτήν ( ῆνος), ο, η (Α) [πτηνός] 1. (για νεοσσούς κ. μτφ. για ανθρώπους) αυτός που δεν μπορεί ακόμη να πετάξει 2. αυτός που δεν έχει φτερά, ο άφτερος … Dictionary of Greek